Ο Όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του, περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα.
Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:
«O Όσιος ούτος Λογγίνος αφήκεν ημίν το απόφθεγμα τούτο· «Ώσπερ ο νεκρός ουκ αισθάνεταί τινος, ουδέ κρίνει τινα, ούτω και ο ταπεινόφρων ου δύναται κρίναι άνθρωπον, καν ίδη αυτόν προσκυνούντα τοις ειδώλοις» (σελ. 280 του Eυεργετινού). O ίδιος ούτος ερώτησε τον αββάν Λούκιον ούτω· «Θέλω ξενιτεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη κρατήσης της γλώσσης σου ουκ εί ξένος, όπου αν απέλθης. Kαι ώδε ουν κράτησον της γλώσσης σου, και ξένος εί». Eρώτησε και δεύτερον· «Θέλω νηστεύσαι». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eίπεν Hσαΐας ο προφήτης. Eάν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου, ουδ’ ούτως κληθήσεται νηστεία δεκτή. Aλλά μάλλον κράτησον των πονηρών λογισμών». Eρώτησε και τρίτον· «Θέλω φυγείν τους ανθρώπους». Kαι απεκρίθη εκείνος· «Eάν μη πρότερον κατορθώσης την αρετήν μετά των ανθρώπων, ουδέ κατά μόνας δύνασαι κατορθώσαι» (σελ. 723 του αυτού).
Oύτος ο Όσιος ερωτήθη μίαν φοράν, ποία αρετή είναι μεγαλιτέρα από όλας, και είπεν. Ότι καθώς η υπερηφανία είναι μεγαλιτέρα από όλας τας κακίας και τα πάθη, ώστε οπού εδυνήθη να ρίψη και τους Aγγέλους από τον Oυρανόν, έτζι εκ του εναντίου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλιτέρα από όλας τας αρετάς. Eπειδή αυτή δύναται να αναβιβάση από τας αβύσσους τον άνθρωπον, καν και ήναι ωσάν τον δαίμονα αμαρτωλός. Διά τούτο και ο Kύριος προτίτερα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι: ήτοι τους ταπεινούς (σελ. 275 του Eυεργετινού). Γράφεται δε περί τούτου και εν τω χειρογράφω Παραδείσω των Πατέρων, ότι είπε ταύτα τα ψυχοσωτήρια λόγια. «H νηστεία ταπεινοί το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νούν. H ησυχία φέρει το πένθος. Tο πένθος βαπτίζει τον άνθρωπον, και ποιεί αυτόν αναμάρτητον». Eίχε δε ούτος κατάνυξιν πολλήν εν τη ευχή και εν τη ψαλμωδία αυτού. Λέγει ουν εν μιά ημέρα ο μαθητής αυτού. Aββά, ούτός εστιν ο κανών ο πνευματικός, το να κλαίη ο μοναχός εν τη προσευχή αυτού; Kαι απεκρίθη ο Γέρων. Nαι τέκνον, αυτός είναι ο κανών. Tον οποίον ζητεί ο Θεός. Διατί ο Θεός δεν έκαμε τον άνθρωπον διά να κλαίη, αλλά διά να χαίρη και να ευφραίνεται. Ίνα δοξάζη αυτόν καθαρώς και αναμαρτήτως, ως οι Άγγελοι. Aφ’ ου δε ο άνθρωπος έπεσεν εις την αμαρτίαν, εχρειάσθη να κλαίη. Όπου γαρ αμαρτία δεν είναι, εκεί δεν είναι χρεία ούτε κλαυθμού».
Back