Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκάκιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία τὸ 270 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες Χριστιανοὺς καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἀφοῦ κατετάγη στὸ στράτευμα, στὴν τάξη τῶν Μαρτησίων, ἀναδείχθηκε γρήγορα, λόγω τῆς γενναιότητας καὶ τῆς τιμιότητάς του καὶ προάχθηκε σὲ κεντυρίωνα. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, ὁ διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας καὶ ἑκατόνταρχος Φίρμος, ἐξετάζοντας τοὺς στρατιῶτες ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὶς διαταγές του μὲ σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσει τὶς θρησκευτικὲς τους πεποιθήσεις, ρώτησε καὶ τὸν Ἀκάκιο. Ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ Φίρμος, ποὺ ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια πρὸς αὐτόν, λόγω τῶν πολλῶν ἀρετῶν του, προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, πλὴν ὅμως κάθε προσπάθεια προσέκρουσε στὴ σθεναρὴ ἀντίδραση τοῦ Ἀκακίου. Κατόπιν τούτου τὸν ἀπέστειλε σιδηροδέσμιο στὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης, πρὸς τὸν ἀνθύπατο Βιβιανό, μόνο ἁρμόδιο νὰ λάβει ὁριστικὲς ἀποφάσεις. Ἀφοῦ προσήχθη ὁ Ἀκάκιος μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἐνώπιον τοῦ Βιβιανοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀρνήθηκε. Ἕνεκα τούτου τὸν προσέδεσαν σὲ στῦλο καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Βλέποντας τὴν ἐπιμονή του, τοῦ ἔθραυσαν τὴ σιαγόνα.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος Βιβιανὸς παρέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς τοὺς μετέφερε στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ὁ Ἀκάκιος ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρὰ βασανιστήρια, χωρὶς ὅμως νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του. Τότε ἀπεστάλη στὸν ἀνώτερο δικαστή, ἀνθύπατο Θράκης Φλακκίνο ἢ Φαλκιλιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Ἀκάκιος, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε μὲ τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου ὑπὲρ Αὐτοῦ, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὴ θέση Σταυρίον, ὅπου καὶ τελειώθηκε τὸ 306 μ.Χ.

Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια καὶ τιμές. Λίγο δὲ ἀργότερα κτίσθηκε ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ ὁ πρῶτος ναὸς ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἑπτασκάλου, ὅπου εἶχε ἀνεγερθεῖ ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ναὸς ποὺ ἀναφέρεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., στὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ († 28 Μαΐου). Ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησε αὐτὸν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μετεκόμισε ὁ κακόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Στὸ ναὸ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ρῶσος μυθογράφος Ἀντώνιος, εἶδε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. σωζόμενα λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.




Back

PayPal