Ὁ Ἅγιος Στέφανος, Φωτιστὴς τῆς πόλεως Πὲρμ καὶ Ἀπόστολος τῶν Ζυριανῶν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1345 στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ ἱερέος Συμεὼν καὶ τῆς Μαρίας. Στὴν διάπλαση τοῦ χαρακτήρα του, ἐπηρεάστηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα του. Προικισμένος μὲ πολλὲς δυνατότητες εἶχε ἤδη δείξει ἕνα ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὸν λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα εἶχε μάθει νὰ διαβάζει τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὸ ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκτελώντας χρέη κανονάρχου καὶ ἀναγνώστου.
Ὁ νεαρὸς Στέφανος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στὸ Ροστώβ. Τὸ μοναστήρι ἦταν διάσημο γιὰ τὴν περίφημη βιβλιοθήκη του. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Στέφανος θέλησε νὰ μελετήσει τοὺς Πατέρες στὴν αὐθεντικὴ τοὺς γλῶσσα, σπούδασε τὰ Ἑλληνικά.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητάς του, ὅταν βοηθοῦσε τὸν ἱερέα πατέρα του στὴν ἐκκλησία, πολὺ συχνὰ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ζυριανούς. Τώρα πιά, ἔχοντας ἐντρυφήσει στὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Στέφανος φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ κηρύξει στοὺς Ζυριανοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν φωτισμὸ τῶν Ζυριανῶν σχεδίασε ἕνα ἀλφάβητο ἀπὸ τὴν γλῶσσα τους καὶ μετέφρασε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Γι’ αὐτὴ τὴν σπουδαία πολιτιστική, ἱεραποστολικὴ καὶ θεολογικὴ ἐργασία ὁ Ἐπίσκοπος Ροστὼβ Ἀρσένιος (1374 – 1380) τὸν χειροτόνησε διάκονο.
Ἔχοντας ἑτοιμασθεῖ γιὰ ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα, μετὰ ἀπὸ παραμονὴ δεκατριῶν ἐτῶν μέσα στὸ μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδεψε στὴ Μόσχα, τὸ ἔτος 1379, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος τότε προΐστατο τῆς διοικήσεως στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια. Ὁ Ἅγιος τὸν ἱκέτευσε: «Εὐλόγησέ με, Γέροντα, γιὰ νὰ πάω σὲ μία εἰδωλολατρικὴ χώρα, τὸ Πέρμ. Θέλω νὰ διδάξω τὴν Ἁγία Πίστη στοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους. Ἔχω ἀποφασίσει εἴτε νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὸν Χριστό, εἴτε νὰ θυσιάσω τὴν ζωή μου γι’ αὐτοὺς καὶ τὸν Κύριο». Ὁ Ἐπίσκοπος μὲ χαρὰ τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Τοῦ πρόσφερε μάλιστα ἕνα ἀντιμήνσιο, Ἅγιο Μύρο καὶ λειτουργικὰ βιβλία, ἐνῷ ὁ μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος τοῦ ἔδωσε ἕνα ἔγγραφο γιὰ ἀσφαλὴ διάβαση.
Ἀπὸ τὴν πόλη Οὔστιουγκ, ὁ Ἅγιος Στέφανος, ξεκίνησε γιὰ τὸν βόρειο ποταμὸ Ντβίνα μέχρι τὴ συμβολὴ τοῦ ποταμοῦ Βικέγκντα, περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχαν οἰκισμοὶ τῶν Ζυριανῶν. Ὁ πρόδρομος τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὑπέφερε πολλὲς μοχθηρίες, ἀγῶνες, στερήσεις καὶ πικρίες, ζωντας ἀνάμεσα σὲ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι τιμοῦσαν εἴδωλα μὲ φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μία χρυσὴ γυναικεία φιγούρα καὶ ἐμπιστεύονταν τὴν ζωή τους σὲ μάγους.
Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ καρποφορεῖ. Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ὑψωνόταν ἕνα εἴδωλο, οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητὴ τοῦ σκότους.
Ὁ ἱερέας τῶν εἰδωλολατρῶν, μετὰ ἀπὸ μία ἰσχυρὴ δοκιμασία κατὰ τὴν ὁποία ἀποκαλύφθηκε ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸ Φῶς τῆς Θεότητας καὶ αὐτοεξορίσθηκε. Καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἔχτισε στὸ Βισερὸ μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Τὸ ἔτος 1383 ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πέρμ. Ὡς στοργικὸς πατέρας ἀφοσιώθηκε στὸ ποίμνιό του. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς νεοβαπτισθέντες ἄνοιξε σχολεῖα δίπλα στὶς ἐκκλησίες, ὅπου μελετοῦσαν τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν περμιανὴ γλῶσσα. Τοὺς δίδαξε τί ἔπρεπε νὰ ξέρουν προκειμένου νὰ γίνουν ἱερεῖς καὶ διάκονοι γιὰ νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ πῶς νὰ γράφουν στὴν περμιανὴ γλῶσσα.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος προστάτευε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀπάτες τῶν διεφθαρμένων ἀξιωματούχων, προσέφερε ἐλεημοσύνη καὶ τὸ βοηθοῦσε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνάς του ἐναντίων τῶν εἰσβολῶν τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἄλλοτε πάλι ταξίδευε στὴ Μόσχα καὶ τὸ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὰ συμφέροντα τῶν Ζυριανῶν, ποὺ πολλὲς φορὲς καταπιέζονταν ἀπὸ τοὺς Ρώσους ὑπαλλήλους.
Ἡ ἱεραποστολικὴ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ προσευχή του ἀπέδωσαν καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Πὲρμ ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια.
Ὅταν τὸ ἔτος 1390 ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδευε στὴν Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Τὸ μοναστήρι ἀπεῖχε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα. Ὁ Ἅγιος Στέφανος διακαῶς ἀγαποῦσε τὸν Ἅγιο ἀσκητὴ τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἐπιθυμοῦσε πάρα πολὺ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, δὲν εἶχε ὅμως χρόνο γιὰ νὰ τὸ κάνει. Τότε ὁ Ἅγιος Στέφανος γύρισε πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κάνοντας μία ὑπόκλιση εἶπε: «Εἰρήνη σὲ ἐσένα, πνευματικέ μου ἀδελφέ». Ὁ Ἅγιος Σέργιος, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν στιγμὴ γευμάτιζε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, σηκώθηκε, ἔκανε μία προσευχὴ καὶ ὑποκλινόμενος πρὸς τὴν κατεύθυνση ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀπάντησε: «Χαῖρε καὶ σὲ ἐσένα, ἀρχηγὲ τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μαζί σου».
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἵδρυσε, ἐπίσης, ἀρκετὲς μονὲς γιὰ τοὺς Ζυριανούς: τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὴν ἔρημο τοῦ Οὐλιάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Στεφάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Οὔστ – Βὶμ καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ἰάρενκ.
Τὸ ἔτος 1395 ὁ Ἅγιος Στέφανος πῆγε πάλι στὴ Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τοῦ ποιμνίου του. Ἐκεῖ ἀσθένησε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τοποθετήθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Κρεμλίνο τῆς Μόσχας. Οἱ Ζυριανοὶ μὲ πικρία θρήνησαν τὸ θάνατο τοῦ ποιμένα τους. Μὲ εἰλικρίνεια παρακάλεσαν τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας καὶ τὸν Μητροπολίτη νὰ στείλουν τὸ σκήνωμα τοῦ προστάτου τους, πίσω στὴν Πέρμ, ἀλλὰ ἡ Μόσχα δὲν θέλησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.